Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Σ. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΙΩΤΗ: ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Τριανταφυλλένια χρώματα έχουν βάψει
Τον ουρανό σ' αυτή τη δύση του ήλιου.
Τι θεία εικόνα σχηματίζεται
Εκεί μακριά, που όμως κοντά σα να είναι!

Δυο περιστέρια φτεροπετάνε προς τη δύση
Με άστατες λευκές κινήσεις,
Σαν αλλόκοτες ψυχές.
Το τριανταφυλλένιο χρώμα τα έχει τυλίξει,
Ενώ πηγαίνουν ολοένα προς τη δύση.
Τι θεία εικόνα σχηματίζεται εκεί κάτω! —
Σα ζωγραφιά ακριβή του Ρούμπενς.

Με την ευκαιρία της ανάρτησης στο ιστολόγιό μου ΚΑΡΒΑΣ για τον Ανώνυμο Ποιητή του χειρόγραφου του 16ου αιώνα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας  που έχει σχέση με μελέτη του Σωτήρη Α. Γεωργιάδη δίνονται τα πιο κάτω λίγα στοιχεία για τον ίδιο και την οικογένειά του.

 Οικογένεια Γεωργιάδη
 
τύπος κυπριακού σπιτιού από κυπριακό γραμματόσημο∙ Το ίδιο ακριβώς σπίτι είχε η οικογένεια Γεωργιάδη.   
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι μας, στο Βασίλι της Καρπασίας, στον κεντρικό δρόμο του χωριού, ήταν ένα διόροφο πανέμορφο σπίτι που ανήκε στον Ηλία και τη Στυλιανή (Στυλλού) Γεωργιάδη. Οι πιο παλιές μου μνήμες είναι από την εποχή που δεν θα ήμουν ούτε πέντε χρονών, μα διατηρώ στη μνήμη μου πολύ καθαρά τη μορφή μιας καλής, πάντα μαυροντυμένης, γριούλας που καθόταν απέναντί μας και μας επισκεπτόταν πολύ συχνά. Έχουν περάσει τόσες δεκαετίες μα θα μπορούσα και τώρα ακόμα να τη ζωγραφίσω γιατί έμοιαζε πάρα πολύ με τη γιαγιά μου, και όπως μαθαίνω μόλις τώρα, είχαν πολύ στενή συγγένεια. Ο άνδρας της είχε αποβιώσει κι αυτή ζούσε μόνη της, εκτρέφοντας μερικές κότες για να έχει μόνο και μόνο κάτι να απασχολείται μια και δεν αντιμετώπιζε κανένα οικονομικό πρόβλημα. Κάθε τόσο έφερνε στη μητέρα μου αυγά. Τα καλοκαίρια, που βγάζαμε τα κρεβάτια μας στην αυλή και ξαπλώναμε σε κουρελούδες, ερχόταν πάλι και καθόταν μαζί μας και κάτω από τα αμέτρητα αστέρια μου έλεγε παραμύθια. Ήταν από τους πιο πρόσχαρους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Με πείραζε, τραβώντας μου το πόδι αλλά στο τέλος μου έλεγε: «θέλω κάτι από σένα, όταν θα πεθάνω να μου ανάβεις ένα κεράκι στον τάφο μου». Εγώ κουνούσα το κεφάλι «ναι», χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι ήθελε να πει. Φαίνεται όμως, ότι κάτι διαισθανόταν γιατί τον επόμενο ή μεθεπόμενο χρόνο μας άφησε χρόνους. Γνωρίζω που είναι ο τάφος της, τον βρίσκω με κλειστά μάτια, και μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία και κράτησα την υπόσχεσή μου.
                                           

Ο Αντώνης Γεωργιάδης (1894-1970), το μεγαλύτερο από τα δυο παιδιά τους, φοίτησε στο Παγκύπριο Διδασκαλείο και μάλιστα, όταν τελείωσε, δίδαξε και στο σχολείο του χωριού. Κατά την περίοδο αυτή πρωτοστάτησε ώστε να ιδρυθεί στο χωριό μια από τις πρώτες Συνεργατικές εταιρείες στην Κύπρο (Ιούλιος 1916) στην οποία δόθηκε το όνομα «Δημήτηρ» και ήταν ο πρώτος Γραμματέας. Υπάρχουν στοιχεία και γνωρίζουμε ακόμα και την πρώτη Επιτροπή της. Η εταιρεία αυτή, που ήταν η πρώτη στην Καρπασία, ίσως υπήρξε και η πρώτη στην Κύπρο στο είδος της καθώς ήταν δεκαετούς διάρκειας. Από αυτήν προήλθε δέκα χρόνια μετά η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Βασιλιού που ήταν μάλιστα ιδρυτικό μέλος της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας, της οποίας ο λογότυπος μέχρι σήμερα είναι η «Δημήτηρ». Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και όταν γύρισε (το 1923) δεχόταν ασθενείς στο σπίτι του και αργότερα στο ιατρείο που άνοιξε στο διπλανό χωριό, το Λεονάρισσο. Όλη η περιουσία του ήταν υποθηκευμένη στον Θεοδόση Λοΐζου, από τον οποίο είχαν δανειστεί χρήματα, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να σπουδάσει. Έτσι, έγινε μια συμφωνία γάμου –μεταβιβάστηκαν όλα τα κτήματα στην Μαρία, κόρη του Θεοδόση‒ και την παντρεύτηκε. Έκτισαν ένα πολύ όμορφο σπίτι στο κέντρο του χωριού και απέκτησαν έναν γιο, τον Σωτήρη. Εξασκούσε την ιατρική του ακόμα και στη Γιαλούσα και σε πολλά άλλα χωριά της Καρπασίας μέχρι το 1931 που πήγε στη Λάρνακα για δυο τρία χρόνια και μετά γύρισε πάλι στην Καρπασία. Στη συνέχεια μετεκπαιδεύθηκε στο Λονδίνο (1938-1940) και όταν γύρισε εγκατεστάθηκε μόνιμα στην Αμμόχωστο.

Μερικές άλλες σημαντικές δραστηριότητές του είναι οι πιο κάτω:

  • Διετέλεσε Θρονικός Επίτροπος Αμμοχώστου για τρεις περιόδους (1928-1938).
  • Μέλος Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως Κύπρου (ΕΡΕΚ).
  • Δημοσιογραφούσε επωνύμως ή με το ψευδώνυμο, Θυμάρης, επί ιατρικών, πολιτικών, γεωργοοικονομικών ζητημάτων της Κύπρου.
  • Υπήρξε ο συντάκτης του καταστατικού της ΠΕΚ της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος.
  • Έγραψε το θεατρικό έργο Το Σικουέστρο, 1947 το οποίον ανεβάστηκε επανειλημμένα στη σκηνή. 
  • Εξέδωσε το έργο Υγιεινή, 1933 σε δύο τόμους.

[Αρκετές πληροφορίες λήφθηκαν από το Βιογραφικό Λεξικόν Κυπρίων 1800-1920, του Αριστείδη Λ. Κουδουνάρη, πληροφορίες που είχε δώσει κυρίως η σύζυγός του Μαρία Λοΐζου]

Ο Σωτήρης Α. Γεωργιάδης, ο μοναδικός γιος του Αντώνη και της Μαρίας Γεωργιάδη, ήταν Νομικός Σύμβουλος της Δημοκρατίας από το 1961. Ήταν ένα ανήσυχο παιδί, έκανε ζαβολιές και  όταν ερχόταν τα καλοκαίρια στο χωριό για διακοπές πείραζε τους πάντες. Στα χρόνια που φοιτούσε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Θεοδόση Νικολάου, με τον οποίο είχαν, ίσως, ένα χρόνο διαφορά και ο οποίος του συμπαραστεκόταν όταν τον επισκεπτόταν μια βασανιστική κατάθλιψη. Από τον Θεοδόση Νικολάου προέρχεται και η πληροφορία για το ψευδώνυμο. Δημοσίευσε ποιήματα του στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα με το ψευδώνυμο Σ. ΑΓ. Βασιλιώτης. Πιο κάτω δίδονται τέσσερα ποιήματά του δημοσιεύμενα ανά δύο στους τόμους του 1950 και 1951 αντίστοιχα, χωρίς να τα σχολιάσω. Στους τόμους που έχω στη βιβλιοθήκη μου (1946-1956) δεν έχω εντοπίσει δημοσιευμένη άλλη εργασία του.  


ΣΤΗ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

Ω ψυχή, το ταξίδι σου δεν ετέλειωσ' ακόμη !
Κράτα, κράτα τον πόνο σου, κι' ας ανέβει ως τ' άστρα.
Μες τά βάθη του είναι σου βασιλεύει η πλάστρα
Η φωτιά, που τον κόσμο σου τον καινούργιο θα πλάσει.

Σε εμπνέουν οι σάλπιγγες, που ηχήσανε χθες!
Σε σπρώχνει η περίλυπη ματιά, πούδες στο δρόμο,
Σε ψυχώνει ο άμετρος στρατός πούναι μαζί σου,
Σε ψυχώνει η φωτιά, που στα σπλάχνα σου καίει.

Ω ψυχή, το ταξίδι σου μη θαρρείς πως τελειώνει,
Στην αρχή της πορείας σου όταν βρίσκεσ' ακόμη!

[Κυπριακά Γράμματα, 1950, Έτος 15ον, Αρ. 183-184, σελ.278]  



Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Λύπες, χαρές, αγάπες, πιθυμιές
Στην καρδιά μου φωλιάζουν
Και δίχως ανάπαυση
Μέρα νύχτα φωνάζουν.

Φωνάζουν και κλαίνε,
Τραγουδούν και παλεύουν,
Την καρδιά μου γυρεύουν
Νά τη σπάσουν, να βγούνε
Στον ελεύτερο χώρο
Να χυθούν στα λειδάδια,
Για να φαν να χορτάσουν,
Για να πιουν να ησυχάσουν.

Στην καρδιά μου φωλιάσανε
Και πόθοι κι ελπίδες∙
Την καρδιά μου φουσκώσανε,
Σαν τεράστιο μπαλόνι,
Και ζητούνε διέξοδο
Στο πλατύ το αλώνι
Της ικανοποίησης,
Να βοσκήσουν σα βώδια,
Να φαν να χορτάσουν,
Να πιουν να ησυχάσουν.

[Κυπριακά Γράμματα, 1950, Έτος 15ον, Αρ. 185, σελ.329]  


ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Τριανταφυλλένια χρώματα έχουν βάψει
Τον ουρανό σ' αυτή τη δύση του ήλιου.
Τι θεία εικόνα σχηματίζεται
Εκεί μακριά, που όμως κοντά σα να είναι!

Δυο περιστέρια φτεροπετάνε προς τη δύση
Με άστατες λευκές κινήσεις,
Σαν αλλόκοτες ψυχές.
Το τριανταφυλλένιο χρώμα τα έχει τυλίξει,
Ενώ πηγαίνουν ολοένα προς τη δύση.
Τι θεία εικόνα σχηματίζεται εκεί κάτω! —
Σα ζωγραφιά ακριβή του Ρούμπενς.

[Κυπριακά Γράμματα, 1951, Έτος 16ον, Αρ. 188, σελ.52]  


 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Σ' εκάλεσα στη μνήμη μου σε ώρες πλήξης
και σ' έφερα στη σκέψη μου σε ώρες πόνου.
Το ίδιο πάντα ολόχαρη, ξανθή και λουλουδένια
και πάντα την παρηγοριά σκορπούσες στην ψυχή μου.

Το καλλίγραμμο σώμα σου θυμήθηκα, όταν πήγα
χθες στο μουσείο και το γυμνό της Αφροδίτης είδα∙
το σώμα που εξαίσιο από τή σμίλη βγήκε.
Τά λεπτοδάχτυλα έβλεπα με τέχνη σκαλισμένα
στην πέτρα την κατάλευκη, που λευτερώθηκε όλη
του σώματος σου παίρνοντας το σχήμα, της μορφής σου
τη θεϊκή ομορφιά......
Ποιος τάχα ο καλότυχος να ήτανε τεχνίτης ;

Η ομορφιά να ξεχαστεί ποτέ θε να μπορούσε;
Του ωραίου η αίσθηση μονάχα αν εσβηνόταν.
Και συ λοιπόν στη μνήμη μου αιώνια θα είσαι
Και στην καρδιά μου ρήγαινα θα βασιλεύεις μέσα.

[Κυπριακά Γράμματα, Έτος 16ον, 1951, αρ. 191, σελ.136]